Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χωρίτις — ίτιδος, ἡ, ΜΑ βλ. χωρίτης … Dictionary of Greek
χωρίτης — ὁ, θηλ. χωρῑτις, ίτιδος, ΜΑ αγρότης, χωρικός αρχ. 1. κάτοικος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁδηγός». [ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + επίθημα ίτης/ ῖτις (πρβλ. ὁπλ ίτης / ῖτις)] … Dictionary of Greek